ξαφνίζομαι
(ρ.)
ξαφνίζουμι
[ksafˈnizumi]
Μαλακ.
Από μεσν. ρ. ἐξαφνίζω = ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω (< αρχ. επίρρ. ἐξαίφνης και παραγωγ. επίθμ. -ίζω). Η σημ. ‘έχω πόνο στην μέση’ σε πολλά νεοελλ. ιδιώμ.
Παθαίνω οσφυαλγία
Τροποποιήθηκε: 05/10/2025