ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξενιτειά (ουσ. θηλ.) ξενιτειά [kseniˈtça] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ. Από το αρχ. ουσ. ξενιτεία = η ζωή του μισθοφόρου σε ξένο στρατό. Η σημ. ‘διαμονή στο εξωτερικό» ήδη μεταγν. Ο τύπ. ξενιτειά νεότ.
1. Ξενιτεμός ό.π.τ. : Ούλα τ' ατέτια μας καλά είν' αμά ετό δεν υποφέρεται, η ξενιτειά τζαι̂́ρ τζαι̂́ρ κάφτει μας (Όλες οι συνήθειές μας είναι καλές, αλλά αυτή δεν υποφέρεται, η ξενιτειά σιγά σιγά μας καίει) Σινασσ. -Λεύκωμα Τα άντροι μας ήτανε στην Πόλ᾽· πέντε χρόνια ξενιτειά έκανε στην Πόλ᾽ (Οι άντρες μας ήτανε στην Πόλη· πέντε χρόνια ξενιτεμένος έμεινε στην Πόλη) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Ασμ. Δόξα σ̑' κι ο Θεός! Πάντ' αμαρτιά και αν ποίκα:
αν τ' φίλησα, ας είν' η ξενιτειά μου
(Δόξα να έχει κι ο Θεός! Ό,τι αμαρτία κι αν έκανα:
αν την φίλησα, ας φταίει ότι ήμουν στην ξενιτειά)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. αξενίτσα, γιαμπάνι, γιαμπαντζιλίκι
2. Ο ξένος τόπος ως χώρος μακρόχρονιας διαμονής ως αποτέλεσμα οικονομικής μετανάστευσης Δίλ., Σινασσ. : Αν έχ’ ση ξενιτειά χασιρέτια, δε μπορ’ να δώκ’ ψ̑υή (Αν έχει στην ξενιτειά ξενιτεμένους που πεθυμάει, δεν μπορεί να ξεψυχήσει) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Ο καημένος, έφαγά τον τα ξένα κι η ξενιτειά (Ο καημένος, τον έφαγαν οι ξένοι τόποι και η ξενιτειά) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Έχω άντρα στην ξενιτειά τώρα δώδεκα χρόνους
κι ακόμη τρείς τον καρτερώ, και τρεις τον απαντέχω
( Έχω άντρα στην ξενιτειά εδώ και δώδεκα χρόνια
κι ακόμα τρία τον καρτερώ και τρία τον περιμένω)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. κουρμπέτι :1, κουρμπετλίκι
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025