ξενιτειά
(ουσ. θηλ.)
ξενιτειά
[kseniˈtça]
Ανακ., Σινασσ., Τελμ.
Από το αρχ. ουσ. ξενιτεία = η ζωή του μισθοφόρου σε ξένο στρατό. Η σημ. ‘διαμονή στο εξωτερικό» ήδη μεταγν. Ο τύπ. ξενιτειά νεότ.
1. Ξενιτεμός
Ανακ., Σινασσ., Τελμ.
:
Ούλα τ' ατέτια μας καλά είν' αμά ετό δεν υποφέρεται, η ξενιτειά τζαι̂́ρ τζαι̂́ρ κάφτει μας
(Όλες οι συνήθειές μας είναι καλές, αλλά αυτή δεν υποφέρεται, η ξενιτιά σιγά σιγά μας καίει)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Δόξα σ̑' κι ο Θεός! Πάντ' αμαρτιά και αν ποίκα:
αν τ' φίλησα, ας είν' η ξενιτειά μου (Δόξα να έχει κι ο Θεός! Ό,τι αμαρτία κι αν έκανα:
αν την φίλησα, ας φταίει ότι ήμουν στην ξενιτιά) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αξενίτσα, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι
αν τ' φίλησα, ας είν' η ξενιτειά μου (Δόξα να έχει κι ο Θεός! Ό,τι αμαρτία κι αν έκανα:
αν την φίλησα, ας φταίει ότι ήμουν στην ξενιτιά) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αξενίτσα, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι
2. Η ξένη χώρα ή ο ξένος τόπος ως χώρος μακρόχρονιας διαμονής ως αποτέλεσμα αναγκαστικής μετανάστευσης για οικονομικούς λόγους
Δίλ., Σινασσ.
:
Αν έχ’ ση ξενιτειά χασιρέτια, δε μπορ’ να δώκ’ ψ̑υή
(Αν έχει στην ξενιτειά ξενιτεμένους που πεθυμάει, δεν μπορεί να ξεψυχήσει)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Ασμ.
Έχω άντρα στην ξενιτειά τώρα δώδεκα χρόνους
κι ακόμη τρείς τον καρτερώ, και τρεις τον απαντέχω ( Έχω άντρα στην ξενιτειά εδώ και δώδεκα χρόνια
κι ακόμα τρία τον καρτερώ και τρία τον περιμένω) Σινασσ. -Lag. Συνών. κουρμπέτι, κουρμπετλίκι
κι ακόμη τρείς τον καρτερώ, και τρεις τον απαντέχω ( Έχω άντρα στην ξενιτειά εδώ και δώδεκα χρόνια
κι ακόμα τρία τον καρτερώ και τρία τον περιμένω) Σινασσ. -Lag. Συνών. κουρμπέτι, κουρμπετλίκι