ξεράδι
(ουσ. ουδ.)
ξεράδιν
[kseʹraðin]
Φάρασ.
Πληθ.
ξεράδε
[kseˈraðe]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ξεράδιν, το οπ. από το επίθ. ξερός και το παραγωγ. επίθμ. -άδι.
Ξηρά τροφή
Φάρασ.
:
Φερίνκε 'ρνίθε τζ̑αι ξεράδε
(Έφερνε κοτόπουλα και ξηρά τροφή)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Λε τι, δανdάρε τζ̑ό 'χω, χωρίζει μο τα ξεράδε τσ̑αι τρώ’ τα
(Λέει, δεν έχω δόντια, αλλά ξεχωρίζει τα ξερά και τα τρώει˙ Για εκείνους που κάνουν τους ανήμπορους, αλλά τα καταφέρνουν να πετύχουν τον στόχο τους )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.