ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεράδι (ουσ. ουδ.) ξεράδιν [kseˈraðin] Φάρασ. Πληθ. ξεράδε [kseˈraðe] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ξεράδιν, το οπ. από το επίθ. ξερός και το παραγωγ. επίθμ. -άδι.
Ξηρά τροφή Φάρασ. : Φερίνκε 'ρνίθε τζ̑αι ξεράδε (Έφερνε κοτόπουλα και ξηρά τροφή) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Σου στσ̑υλού το γιατάχ̇ι ξεράδιν τζ̑ο βριστσ̑ιέται (Στου σκύλου το σπίτι ξεροκόμματο δεν βρίσκεται˙ για φτωχούς που δεν τους περισσεύει το παραμικρό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Λε τι, δανdάρε τζ̑ό 'χω, χωρίζει μο τα ξεράδε τσ̑αι τρώ’ τα (Λέει, δεν έχω δόντια, αλλά ξεχωρίζει μόνο τα ξερά και τα τρώει˙ για εκείνους που κάνουν τους ανήμπορους, αλλά τα καταφέρνουν να πετύχουν τον στόχο τους ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025