ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεράδι (ουσ. ουδ.) ξεράδιν [kseʹraðin] Φάρασ. Πληθ. ξεράδε [kseˈraðe] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ξεράδιν, το οπ. από το επίθ. ξερός και το παραγωγ. επίθμ. -άδι.
Ξηρά τροφή Φάρασ. : Φερίνκε 'ρνίθε τζ̑αι ξεράδε (Έφερνε κοτόπουλα και ξηρά τροφή) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Λε τι, δανdάρε τζ̑ό 'χω, χωρίζει μο τα ξεράδε τσ̑αι τρώ’ τα (Λέει, δεν έχω δόντια, αλλά ξεχωρίζει τα ξερά και τα τρώει˙ Για εκείνους που κάνουν τους ανήμπορους, αλλά τα καταφέρνουν να πετύχουν τον στόχο τους ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.