ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξερασιά (ουσ. θηλ.) ξερασά [kseraˈsa] Αραβ. ξερασ̑ά [kseraˈʃa] Αξ., Μαλακ., Μισθ. Aπό το μεσν. ουσ. ξερασία, το οπ. από το αρχ. ουσ. ξηρασία.
Ξηρασία ό.π.τ. : Σα παλιά τα χρόνια 'νότον πολύ ξερασά· τα χορτάρια, τα αβάρια και τα γεννήματα κάγανε (Στα παλιά τα χρόνια έγινε μεγάλη ξηρασία· τα χορτάρια, τα λαχανικά και τα σιτηρά ξεράθηκαν) Αραβαν. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Φέτου πήι ξερασ̑ά πολλή (Φέτος έκανε πολλή ξηρασία) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Παροιμ. Σ’ ξερασά και το κουκούγ̑ καλό ’ναι (Στην ξηρασία και το χαλάζι καλό είναι˙ στην αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γιαγκίνι, ξεραΐλα, ξερασάδα