ξερασιά
(ουσ. θηλ.)
ξερασά
[kseraˈsa]
Αραβ.
ξερασ̑ά
[kseraˈʃa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
Aπό το μεσν. ουσ. ξερασία, το οπ. από το αρχ. ουσ. ξηρασία.
Ξηρασία
ό.π.τ.
:
Σα παλιά τα χρόνια 'νότον πολύ ξερασά· τα χορτάρια, τα αβάρια και τα γεννήματα κάγανε
(Στα παλιά τα χρόνια έγινε μεγάλη ξηρασία· τα χορτάρια, τα λαχανικά και τα σιτηρά ξεράθηκαν)
Αραβαν.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Φέτου πήι ξερασ̑ά πολλή
(Φέτος έκανε πολλή ξηρασία)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Παροιμ.
Σ’ ξερασά και το κουκούγ̑ καλό ’ναι
(Στην ξηρασία και το χαλάζι καλό είναι˙ στην αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιαγκίνι, ξεραΐλα, ξερασάδα