ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεραΐλα (ουσ. θηλ.) ξερα̈́ [kseˈræ] Φάρασ. Από το επίθ. ξερός και το επίθμ. -ίλα, με ομαλή αποβ. μεσοφωνηεντ. [l] και συναλοιφή.
Ξηρασία : || Παροιμ. Ο ζευγαράτ' 'υρεύει βρεσ̑ή, ό κουμνα̈́τ' 'υρεύει ξερα̈́ (Ο γεωργός θέλει βροχή, ο σταμνάς θέλει ξηρασία˙ Ανάλογα με τα συμφέροντά μας, επιζητούμε διαφορετικές συνθήκες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαγκίνι, ξερασάδα, ξερασιά