ξέρω
(ρ.)
εξεύρω
[eˈksevro]
Αραβαν.
ξεύρω
[ˈksevro]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
ξεύρου
[ˈksevru]
Σίλ.
ξέρω
[ˈksero]
Ποτάμ., Τελμ., Τροχ.
ξέρου
[ˈkseru]
Μισθ., Σίλ.
ξέργω
[ˈkserɣo]
Σινασσ.
ψέργω
[ˈpserɣo]
Σινασσ.
Παρατατ.
ήξευρα
[ˈiksevra]
Αξ., Σινασσ.
ξεύρισκα
[ˈksevriska]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ.
ξευρίσ̑κα
[kseˈvriʃka]
Φλογ.
ξέριξα
[kseriksa]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. ἐξεύρω (< αρχ. ἐξευρίσκω). Ο τύπ. ξέρω νεότ. Ο τύπ. ψέργω από συνεκφ. με την αντων. εγώ.
1. Γνωρίζω κάτι ως πληροφορία ή γνώση
ό.π.τ.
:
Εδώ το ανταλλαή σα γένεν, τι μήνα δεν το ξεύρω, ξέχασα και τα ξεύρισ̑κα
(Εδώ η ανταλλαγή σαν έγινε, τι μήνα δεν το ξέρω, ξέχασα κι αυτά που ήξερα)
Ανακ.
-Cost.
Γούλη Ιησού τσ̑η ζωή ξέρου τσ̑η
(Όλη τη ζωή του Ιησού την ξέρω)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Δεν ξεύρητ’ τσίχαλ’ όμορφα παίζουμ’ νύχτα αν φέγγει το φεγγάρ’
(Δεν ξέρετε πόσο όμορφα παίζουμε την νύχτα, όταν φέγγει το φεγγάρι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σήμερα είχε πάλε τα νεύρα της· ψέργω πού πήγεν;
(Σήμερα είχε πάλι τα νεύρα της· ξέρω 'γώ πού πήγε;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Πούι βοσκά τις το ξεύρει
(Πού γυρίζει ποιος το ξέρει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εσείς αδαρά το εμάθετε, εγώ ήξευρά το έχ’ και ένα μήνα!
(Εσείς τώρα το μάθατε, εγώ το ήξερα, έχει και έναν μήνα!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Εσ̑είς 'φώσ̑κι κλώθετε, το πού είνdαι νούτλακα ξεύρετέ το
(Εσείς, αφού γυρίζετε εδώ κι εκεί, αναμφίβολα ξέρετε πού βρίσκονται)
Τελμ.
-Dawk.
Το σο το αγάπημα εξεύρω το
(Το ξέρω ότι μ' αγαπάς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αματσ̑ί γίνεται ετό, δεν ξέρω
(Γιατί γίνεται αυτό, δεν ξέρω)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πρόσεξε και το άλας, εσύ το γαράρ' ξεύρεις το
(Πρόσεξε και το αλάτι, εσύ την αναλογία την ξέρεις)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Εγώ το καλό τ' ξεύρω
(Εγώ το καλό του ξέρω˙ Ξέρω την καλή του πλευρά, ξέρω ποιος είναι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν ξεύρισκα ούτσ̑α πολλά, νά γκελεdζ̑έψω ήτουν μι το Χεό
(Αν ήξερα τόσα πολλά, θα συνομιλούσα με τον Θεό˙ ειρων. απάντηση για αυτούς που ρωτούν συνεχώς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Και τα χίλια αν ξεύρεις, το ένα το ξεύρει ρώτα το
(Και χίλια να ξέρεις, αυτόν που ξέρει το ένα ρώτησέ τον˙ πάντα έχουμε κάτι να μάθουμε από τους άλλους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το ντε ξεύρεις με τα λες
(Αυτό που δεν ξέρεις μην το λες˙ Μην μεταφέρεις ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ή μην προσποιείσαι γνώση)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ξεύρεις dε ξεύρεις μποσουνά με λαλείς
(Ξέρεις δεν ξέρεις, μάταια μη μιλάς˙ το ίδιο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εν κανείς ούλα ξεύρει τα;
(Είναι κανένας που να τα ξέρει όλα;˙ κανείς δεν είναι παντογνώστης)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Χα̈́ρκα̈ς ξεύρ’ ντου σουζού τ’
(Καθένας ξέρει τον πόνο του˙ ο καθένας καταλαβαίνει μόνο τα δικά του προβλήματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ὀσα ξεύρ΄ ο νοικοκύρης δε ντα ξεύρ’ ο μισεφίρης
(Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης˙ κανείς δεν γνωρίζει τις ιδιωτικές υποθέσεις των άλλων)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πολλά το ξεύρει πολύ κομπούται
(Όποιος ξέρει πολλά γελιέται πολύ˙ οι πολλές γνώσεις δεν συνεπάγονται σύνεση και ορθή κρίση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κατέχω :1
β.
Κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, προβλέπω
:
Χωρίς άλλο να παντρευτείς, ξεύρω το
(Σίγουρα θα παντρευτείς, το ξέρω
)
Φερτάκ.
-Thumb
Ξεύρω τέκνο μ’, που να νταριλντίσεις, αμά εγώ σαν μάνα σ’ τρανώ το καλό σ’
(Ξέρω, παιδί μου, ότι θα θυμώσεις, αλλά εγώ σαν μάνα σου, φροντίζω για το καλό σου
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Το να έρτεις ντεν το ξεύρισκαμ'
(Δεν το ξέραμε ότι θα έρθεις
)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το να bοίκ’ ούτσ̑α ντεν το ξεύρισ̑κα
(Ότι θα έπραττε έτσι δεν το ήξερα, δεν το περίμενα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν το ήξευρεν το να έρτ' στο κεφάλι τ’ ούτσ̑α ένα φελακέτ, ασ' το χωριό ντέν έβγαισ̑κεν
(Αν ήξερε ότι θα ερχόταν τέτοια συμφορά στο κεφάλι του, δεν θα έβγαινε από το χωριό
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αχ γιάβρουμ', εγώ χωρίζ να το ξεύρω, έπ'κα σε ένα κιöτϋλΰχ'
(Αχ παιδάκι μου, εγώ χωρίς να το καταλάβω, σου έκανα ένα κακό
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήτανε δυό συννύφτσες· η μία ανgλάdιζε από την κακιά ώρα και η άλλη δεν ξεύρισκε
(Ήτανε δυο συννυφάδες· η μία καταλάβαινε πότε ήταν η κακιά ώρα και η άλλη δεν καταλάβαινε
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Το χορτασμένο άρωπο τσ̑ι ξεύρει ας νητσ̑ικού το χάλ’;
(Ο χορτασμένος άνθρωπος τι ξέρει από την κατάσταση του νηστικού;
˙
αν δεν βιώσεις μία κατάσταση, δεν μπορείς να την καταλάβεις)
-Φωστ.-Κεσ.
2. Γνωρίζω κάτι ως ικανότητα-δεξιότητα
ό.π.τ.
:
Τούτος ξέρει τέχνη
(Αυτός γνωρίζει (μιά) τέχνη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πολλά γλώσσες λαλώ, να τα ψάλλω άμα δεν ξεύρω
(Πολλές γλώσσες μιλώ, να τις διαβάζω όμως δεν ξέρω)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ούλα ντα ναίτσις ξεύρισκαν να κλουχαρίζνι κλουχάρα
(Όλες οι γυναίκες ήξεραν να γνέθουν με την ρόκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ξέρει να ράψει χοσ̑ά
(Ξέρει να ράβει ωραία)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ογώνα 'φάνισμα ντέ ξεύρω
(Εγώ δεν ξέρω να υφαίνω)
Αραβαν.
-Κεσ.
Εμείς δεν ήξευραμ’ να ζευγαρίσωμε
(Εμείς δεν ξέραμε να οργώνουμε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αν κε το ξεύρισ̑κες, κόπος ήτον το θέρος
(Αν δεν ήξερες πώς να το κάνεις, ο θερισμός ήταν κοπιαστικός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντεν ντα ξέριξι· από καμιά τίδου, απ' ένα λόγους ξέριξι
(Δεν τα ήξερε καλά τα μιστιώτικα: από καμιά, από καμιά λέξη ήξερε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σωτήρα γράμμαα δε ξέριξι, ογώ γιανί ζουρλού, πήα τρίτη τάξη
(Η Σωτήρα γράμματα δεν ήξερε, εγώ τάχα μου έξυπνη, πήγα ως την τρίτη τάξη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Εσ̑είτ μη καριστάτε, εγώ ξέρω το όργο μ’
(Eσείς μην ανακατεύεστε, εγώ ξέρω την δουλειά μου)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
|| Παροιμ.
Το τζαμί ότι χαdάρ μέγα εν’, ας εν’· χότζας το ξεύρ’ ψαλλίσκει
(Το τζαμί όσο μεγάλο κι αν είναι, ας είναι· ο χότζας θα ψάλλει αυτό που ξέρει˙ κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από τις δυνατότητές του)
Αξ.
-Αναστασ.
Το ντε ξεύρ’ να βλάξ̑’ το σ̑κυλί φέρ’ στα πρόβατα λύκος
(Το σκυλί που δεν ξέρει να γαβγίζει φέρνει στα πρόβατα τον λύκο˙ όποιος δεν αντιδρά αφἠνει το κακό να συμβεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Γνωρίζω κάποιον, μου είναι οικείος
ό.π.τ.
:
Ρέ σου ξέρου
(Δεν σε ξέρω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ξεύρεις του;
(Τον ξέρεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ετό το φσ̑αχ' αν γκι ξευρίσ̑κεν το πουλί, δεν qόνdανεν σο κιφάλι τ'
(Αυτό το αγόρι αν δεν το ήξερε το πουλί, δεν θα κούρνιαζε στο κεφάλι του)
Φλογ.
-Dawk.
Γαρσού τ'νε έρεται 'να γιολτζ̑ής· ότις έν' ντέν ντο ξέρ'νε
(Αντίκρυ τους έρχεται (δηλ. τους συναντά) ένας ταξιδιώτης, ποιος είναι δεν το ξέρουνε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν δεν μας ήξευραν τι ανθρώπ’ είμαστε το κορίτσι μας, την Σταυρούκα μας δεν την γυρεύανε
(Αν δεν μας ήξεραν τι άνθρωποι είμαστε, το κορίτσι μας, την Σταυρούκα μας, δεν θα την ζητούσαν (σε γάμο))
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τι ξερώ τίνους κ'λάτσ̑' 'τουν, ντέ ντου ξέριξα μπιλα̈́
(Πού να ξέρω τίνος παιδί ήταν, δεν τον ήξερα καθόλου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Όποιος δεν σε ξέρει και σε μυριστεί, πέφτ' το μυτί του
(Όποιος δεν σε ξέρει και σε μυρίσει, του πέφτει η μύτη˙ για ανθρώπους πανούργους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Πέρκι να είδες Κωνστάντινο, έχειν ελαιά σο μάτι του,
ελαιά σε χαρεή του; Πέρκι να είδες Κωνστάντινο;
Εγώ εκείνον είδα τον και ξεύρω τον (Ίσως να είδες τον Κωνσταντίνο; Έχει ελιά στο μάτι του,
ελιά στο πρόσωπό του. Ίσως να είδες τον Κωνσταντίνο;
Εγώ εκείνον τον είδα και τον ξέρω) Τελμ. -Lag. -«Πού την είδες πού την ξεύρεις, μπρε ζωντόβολο;»
-«’γω την είδα και την ξεύρω και την αγαπώ» () Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κατέχω :2
ελαιά σε χαρεή του; Πέρκι να είδες Κωνστάντινο;
Εγώ εκείνον είδα τον και ξεύρω τον (Ίσως να είδες τον Κωνσταντίνο; Έχει ελιά στο μάτι του,
ελιά στο πρόσωπό του. Ίσως να είδες τον Κωνσταντίνο;
Εγώ εκείνον τον είδα και τον ξέρω) Τελμ. -Lag. -«Πού την είδες πού την ξεύρεις, μπρε ζωντόβολο;»
-«’γω την είδα και την ξεύρω και την αγαπώ» () Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κατέχω :2
β.
Έχω εμπειρία κάποιου πράγματος, ξέρω από κάτι
:
Γιανgι̂́ν’ δεν ξέρισκαμ’ σε πατρίδα
(Πυρκαγιά δεν γνωρίσαμε στην πατρίδα
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Τότε από γερλί μπεζί ήταν εμάς τα ρούχα· καπούτια δεν ήξεραμ'
(Τότε από ντόπια πανιά ήταν τα ρούχα μας· κάμποτα δεν ξέραμε
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αυτός άρτουπους κουρασ̑ά ρε ξέρει
(Αυτός ο άνθρωπος κούραση δεν γνωρίζει
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Tο ξεύρω καλά το τοχσάν· τόσο ένα σεκλέμ άχυρο ένα μετζίτ είχε
(To ξέρω καλά το '90· ένα τόσο ένα τσουβάλι άχυρο είχε ένα μετζίτι
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εμείς τσιγρίκια μόνο ήξεραμ', δε 'φαίνισκαμ'
(Εμείς αδράχτια μόνο ξέραμε, δηλ. κλώσιμο, δεν υφαίναμε
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δεν ήξεραν τζάμι και τσερτσιβέδες, άνοιγαν τύρπες σα ντουβάρια
(Δεν ήξεραν από τζάμια και κουφώματα, άνοιγαν τρύπες στους τοίχους
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025