ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξέρω (ρ.) ξεύρω [ˈksevro] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. ξεύρου [ˈksevru] Σίλ. ξέρου [ˈkseru] Μισθ., Σίλ. ξέργω [ˈkserɣo] Σινασσ. ψέργω [ˈpserɣo] Σινασσ. Παρατατ. ξεύρισκα [ˈksevriska] Αραβαν., Μισθ. ξευρίσ̑κα [kseˈvriʃka] Φλογ. Από το μεσν. ρ. ἐξεύρω (< αρχ. ρ. ἐξευρίσκω). Ο τύπ. ξέρω νεότ.
Ξέρω, γνωρίζω ό.π.τ. : Τούτος ξέρει τέχνη (Αυτός γνωρίζει (μιά) τέχνη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ρέ σου ξέρου (Δεν σε ξέρω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δεν ντου ξέρου (Δεν τον γνωρίζω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πολλά γλώσσες λαλώ, να τα ψάλλω άμα δεν ξεύρω (Πολλές γλώσσες μιλώ, να τις διαβάζω όμως δεν ξέρω) Γούρδ. -Καράμπ. Ξεύρεις του; (Τον ξέρεις;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γούλη Ιησού τσ̑η ζωή ξέρου τσ̑η (Όλη τη ζωή του Ιησού την ξέρω) Σίλ. -ΔΕΟ Χωρίς άλλο να παντρευτείς, ξεύρω το (Σίγουρα θα παντρευτείς, το ξέρω) Φερτάκ. -Thumb Ξεύρω τέκνο μ’, που να νταριλντίσεις, αμά εγώ σαν μάνα σ’ τρανώ το καλό σ’ (Ξέρω, παιδί μου, ότι θα θυμώσεις, αλλά εγώ σαν μάνα σου, φροντίζω για το καλό σου) Σινασσ. -Λεύκωμα Ούλα ντα ναίτσις ξεύρισκαν να κλουχαρίζνι κλουχάρα (Όλες οι γυναίκες ήξεραν να γνέθουν με την ρόκα) Μισθ. -Κοτσαν. Σήμερα είχε πάλε τα νεύρα της· ψέργω πού πήγεν; (Σήμερα είχε πάλι τα νεύρα της· ξέρω γω πού πήγε;) Σινασσ. -Λεύκωμα Ετό το φσ̑αχ' αν γκι ξευρίσ̑κεν το πουλί, δεν qόνdανεν σο κιφάλι τ' (Αυτό το αγόρι αν δεν το ήξερε το πουλί, δεν θα κούρνιαζε στο κεφάλι του) Φλογ. -Dawk. || Φρ. Εγώ το καλό τ' ξεύρω (Εγώ το καλό του ξέρω˙ Ξέρω την καλή του πλευρά, ξέρω ποιος είναι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αν ξεύρισκα οϋτσ̑α πολλά, νά γκελεdζ̑έψω ήτουν μί τό Χεό (Αν ήξερα τόσα πολλά, θα συνομιλούσα με τον Θεό˙ Απάντηση γι' αυτούς που ρωτούν συνεχώς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Και τα χίλια αν ξεύρεις, το ένα το ξεύρει ρώτα το (Και χίλια να ξέρεις, αυτόν που ξέρει το ένα ρώτησέ τον˙ πάντα έχουμε κάτι να μάθουμε από τους άλλους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Το χορτασμένο άρωπο τσ̑ι ξεύρει ας νητσ̑ικού το χάλ'; (Ο χορτασμένος άνθρωπος τί ξέρει από του νηστικού το χάλι;˙ Όποιος δεν έχει βιώσει προσωπικά μιά κατάσταση, δεν μπορεί να την καταλάβει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κατέχω