ξεχωρισιά
(ουσ. θηλ.)
ξεχωρισιά
[ksexorisˈça]
Σινασσ.
Από το θ. ξεχωρισ- του ρ. ξεχωρίζω με παραγωγ. επίθμ. -ιά. Πβ. και νεότ. ουσ. ξεχωρισά.