ξέρωμα
(ουσ. ουδ.)
ξέρωμα
[ˈkseroma]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
ξάρουμα
[ˈkseruma]
Φάρασ.
Από το θ. ξερω- του ρ. ξερώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Ξήρανση, στέγνωμα
ό.π.τ.
:
Ξέρωμαγιου τ’ ντο βεκι̂́τ ήρτε άλλε
(Ήρθε πια καιρός για ξήρανση)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Σκέβρωμα
Φάρασ.