ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξέρωμα (ουσ. ουδ.) ξέρωμα [ˈkseroma] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ. ξάρουμα [ˈkseruma] Φάρασ. Από το θ. ξερω- του ρ. ξερώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Ξήρανση, στέγνωμα ό.π.τ. : Ξέρωμαγιου τ’ ντο βεκι̂́τ ήρτε άλλε (Ήρθε πια καιρός για ξήρανση) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Σκέβρωμα Φάρασ.