ξεσπάνομαι
(ρ.)
ξεσπάνομαι
[ksesˈpanome]
Σινασσ.
Αόρ.
ξεσπάστα
[kseˈspasta]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. ξυσπάζω-ξεσπάζω (< ἐκσυσπάω) = τρομάζω.
Ξαφνιάζομαι, τρομάζω, ξιπάζομαι
Συνών.
λαχταρίζω :2, σκιάζομαι :1, σπάνω, σπαράζω, χουιλαντίζω :2