ξερούτσικος
(επίθμ.)
ξερούτσικο
[kseˈrutsiko]
Μαλακ.
Από το επίθ. ξερός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Πολύ ξερός
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025