ξευράμενος
(επίθ.)
ξευράμενος
[kseˈvramenos]
Φερτάκ.
Από την μεταγν. μτχ. ἐξευράμενος του αρχ. ρ. ἐξευρίσκω (πβ. Πανάρ. 1.389.23 «ἐξευραμένη πολλοὺς μύθους ἐποιητεύσατο»).
Αυτός που γνωρίζει πολλά, παντογνώστης
:
Κορίσ̑’, φέρ’ το ξευράμενο
(Κορίτσι μου, (για να βρούμε λύση στο πρόβλημά μας) φέρε αυτόν που όλα τα ξέρει)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.