ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεχύνω (ρ.) ξεσ̑ύνω [kseˈʃino] Φάρασ. Αόρ. ξέσ̑υσα [ʹkseʃisa] Φάρασ. ξέσ̑α [ˈkseʃa] Φάρασ. ξ̑έχα [ˈkʃexa] Φάρασ. Νεότ. ρ. ξεχύνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. έκχύνω.
Χύνω : Ξέσ̑εν ντα (Τα έχυσε) Φάρασ. -Dawk. Σο τσ̑ατήρι σας έμπ’ α στσ̑υλί, ΄α στσ̑ίσει το ΄στσ̑ι, ξεσ̑υθεί το γα (Στο τσαντήρι σας μπήκε ένα σκυλί, θα σκίσει το ασκί, θα χυθεί το γάλα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ξ̑ἐχαν τ' όιμα μας οι Τούρτζ̑οι αντί ασ̑ότη (Οι Τούρκοι έχυσαν το αίμα μας σαν αυλάκι) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Δώκαν ντο φουχαρά γαβουρμάδε, είπεν ντι «Κάεν ντο βιλλί μου» τσ̑αι ξέσ̑εν ντα (Δώσανε στον φτωχό στραγάλια και είπε «Κάηκε η ψωλή μου» και τά 'χυσε˙ Για τους μίζερους ή άπραγους ανθρώπους που δεν μπορούν να ευχαριστηθούν το καλό που τους γίνεται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αχτίζω, αχτιρτίζω, κονώνω, σοντράω