ξεχύνω
(ρ.)
ξεσ̑ύνω
[kseˈʃino]
Φάρασ.
Αόρ.
ξέσ̑υσα
[ʹkseʃisa]
Φάρασ.
ξέσ̑α
[ˈkseʃa]
Φάρασ.
ξ̑έχα
[ˈkʃexa]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. ξεχύνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. έκχύνω.
Χύνω
:
Ξέσ̑εν ντα
(Τα έχυσε)
Φάρασ.
-Dawk.
Σο τσ̑ατήρι σας έμπ’ α στσ̑υλί, ΄α στσ̑ίσει το ΄στσ̑ι, ξεσ̑υθεί το γα
(Στο τσαντήρι σας μπήκε ένα σκυλί, θα σκίσει το ασκί, θα χυθεί το γάλα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ξ̑ἐχαν τ' όιμα μας οι Τούρτζ̑οι αντί ασ̑ότη
(Οι Τούρκοι έχυσαν το αίμα μας σαν αυλάκι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
Δώκαν ντο φουχαρά γαβουρμάδε, είπεν ντι «Κάεν ντο βιλλί μου» τσ̑αι ξέσ̑εν ντα
(Δώσανε στον φτωχό στραγάλια και είπε «Κάηκε η ψωλή μου» και τά 'χυσε˙ Για τους μίζερους ή άπραγους ανθρώπους που δεν μπορούν να ευχαριστηθούν το καλό που τους γίνεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αχτίζω, αχτιρτίζω, κονώνω, σοντράω