αχτιρτίζω
(ρ.)
αχτι̂ρτίζω
[axtɯrˈtizo]
Μαλακ.
Παρατατ.
αχτούρζα
[aˈxturza]
Μισθ.
Αόρ.
αχτι̂́ρσα
[aˈxtɯrsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. akıttırmak (αόρ. akıttırdı) = κάνω κάτι να χυθεί, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Κάνω κάτι να ρέει, χύνω
ό.π.τ.
:
Κοκονό ντου όιμα αχτούρζαν του σα θεμέλια
(Του πετεινού το αίμα το έχυναν στα θεμέλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αχτίζω, ευκαιρώνω :2, κονώνω