ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχτιρτίζω (ρ.) αχτι̂ρτίζω [axtɯrˈtizo] Μαλακ. Παρατατ. αχτούρζα [aˈxturza] Μισθ. Αόρ. αχτι̂́ρσα [aˈxtɯrsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. akıttırmak (αόρ. akıttırdı) = κάνω κάτι να χυθεί, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Κάνω κάτι να ρέει, χύνω ό.π.τ. : Κοκονό ντου όιμα αχτούρζαν του σα θεμέλια (Του πετεινού το αίμα το έχυναν στα θεμέλια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αχτίζω, ευκαιρώνω :2, κονώνω