αχσεντέ
(ουσ.)
αχσεdέ
[axseˈde]
Ανακ.
αχσιdέ
[axsiˈde]
Σίλατ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. aside = είδος γλυκού με πετιμέζι, χαλβάς, όπου και διαλεκτ. τύπ. haside (με μετάθ. του [x] και [a]). Κατά τον Κωστάκη, από διαλεκτ. τύπ. ahsede (Κωστάκης 1963: 92).
Είδος γλυκού από αβγά, αλεύρι και πετιμέζι που αναμεγνύονται και ψήνονται στο τηγάνι με βούτυρο
ό.π.τ.
Συνών.
χοσμερί