αχραζεύω
(ρ.)
αχραζεύου
[axraˈzevu]
Φάρασ.
Αόρ.
αχράζιψα
[aˈxrazipsa]
Φάρασ.
Από το επίθ. αχράζης και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Βουβαίνομαι