αχράνης
(ουσ. αρσ.)
αχράνης
[aˈxranis]
Φάρασ.
’χράνι
[ˈxrani]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. akran = συνομήλικος. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τον τύπ. ακράνης.
Συνομήλικος
ό.π.τ.