ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχπάπης (ουσ. αρσ.) αχπάπης [axˈpapis] Φλογ. αχπάπ' [axˈpap] Αξ. Πληθ. αχπάπια [axˈpapça] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. ahbap = φίλος.
Φίλος ό.π.τ. : Μπιρ βακ͑ίτ, κειόταν ντυό αχπάπια, τὄνα καστερ'νός και τὄνα χωριάτ'ς (Mια φορά ήταν δυο φίλοι, ο ένας από την πόλη και ο άλλος χωριάτης) Αξ. -Dawk. Ένα άθρωπος είχισ̑κεν ένα αχπάπης (Ένας άνθρωπος είχε έναν φίλο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αγαπητικός :2, αρκαντάσης, γιολντάσης