αχπάπης
(ουσ. αρσ.)
αχπάπης
[axˈpapis]
Φλογ.
αχπάπ'
[axˈpap]
Αξ.
Πληθ.
αχπάπια
[axˈpapça]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ahbap = φίλος.
Φίλος
ό.π.τ.
:
Μπιρ βακ͑ίτ, κειόταν ντυό αχπάπια, τὄνα καστερ'νός και τὄνα χωριάτ'ς
(Mια φορά ήταν δυο φίλοι, ο ένας από την πόλη και ο άλλος χωριάτης)
Αξ.
-Dawk.
Ένα άθρωπος είχισ̑κεν ένα αχπάπης
(Ένας άνθρωπος είχε έναν φίλο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αγαπητικός :2, αρκαντάσης, γιολντάσης