ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχραδόκκο (ουσ. ουδ.) 'χραδόκκου [xraˈðoku] Φάρασ. Aπό το ουσ. αχράδι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο. Πβ. αχράδι :2
1. Άγριο αχλάδι, αχλάδι Φάρασ. : || Ασμ. Σα κουτζέρκα βκοημένα κρέμασ',
φύακ' αρό ατό το σπίτι, Θέ μας,
ρόιδα, τσυδώνε, μεϊράπε, 'χράδε,
γιρμάδε, κετέζα τσαι χαχλάδε
(Στα τσιγκέλια ευλογημένα κρέμασε,
φύλαγε γερό αυτό το σπίτι, Θεέ μας,
ρόδια κυδώνια, ημεράπιδα, αχλάδια,
καλούδια, ψωμάκια και κουλούρια
(κάλαντα Φώτων))
Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.
2. Αγριαπιδιά, αχλαδιά Φάρασ. Πβ. απίδι, μεράπι, Συνών. αγραπίδι, τσορντούκ