τσορντούκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ορτούκ
[tʃorˈduk]
Φλογ.
τσουρντούκ
[tsurˈduk]
Σινασσ.
τσ̑ορντούχ
[tʃorˈdux]
Δίλ.
τσ̑ορτίκ
[tʃorˈrik]
Μαλακ.
Πληθ.
τσ̑ορντίκια
[tʃorˈdica]
Μισθ.
τσορντούκια
[tsorˈduca]
Ποτάμ.
τσουρντούκια
[tsurˈduca]
Ποτάμ., Τζαλ.
τσ̑ορντούτσια
[tʃorˈdutʃa]
Δίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çordik και çorduk = ποικιλία μικρού αχλαδιού (THADS 3, λ. çordik, çorduk).
1. Είδος άγριου αχλαδιού
ό.π.τ.
:
Οι γυναίκες με άντροι κανίσκαν ένα σουρΰ και πααινίσκαν διά τα τσουρντούκια
(οι γυναίκες με τους άντρες έκαναν μιά ομάδα και πήγαιναν για άγρια αχλάδια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τσουρντουκιού ζουμί
(άγριου αχλαδιού ζουμί˙ νερόβραστος καφές)
Σινασσ.
-Βλασ.
2. Αγριαχλαδιά
Δίλ., Ποτάμ., Τζαλ.
:
Να πάμ’ να ντέσομ’ ένα τσ̑ούλ’ σο τσ̑ορdούχ’
(Να πάμε να δέσουμε ένα κουρέλι στην αγριοαχλαδιά)
Δίλ.
Συνών.
αγραπίδι