ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσορντούκ (ουσ. ουδ.) τσ̑ορτούκ [tʃorˈduk] Φλογ. τσουρντούκ [tsurˈduk] Σινασσ. τσ̑ορντούχ [tʃorˈdux] Δίλ. τσ̑ορτίκ [tʃorˈrik] Μαλακ. Πληθ. τσ̑ορντίκια [tʃorˈdica] Μισθ. τσορντούκια [tsorˈduca] Ποτάμ. τσουρντούκια [tsurˈduca] Ποτάμ., Τζαλ. τσ̑ορντούτσια [tʃorˈdutʃa] Δίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çordik και çorduk = ποικιλία μικρού αχλαδιού (THADS 3, λ. çordik, çorduk).
1. Είδος άγριου αχλαδιού ό.π.τ. : Οι γυναίκες με άντροι κανίσκαν ένα σουρΰ και πααινίσκαν διά τα τσουρντούκια (οι γυναίκες με τους άντρες έκαναν μιά ομάδα και πήγαιναν για άγρια αχλάδια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Τσουρντουκιού ζουμί (άγριου αχλαδιού ζουμί˙ νερόβραστος καφές) Σινασσ. -Βλασ.
2. Αγριαχλαδιά Δίλ., Ποτάμ., Τζαλ. : Να πάμ’ να ντέσομ’ ένα τσ̑ούλ’ σο τσ̑ορdούχ’ (Να πάμε να δέσουμε ένα κουρέλι στην αγριοαχλαδιά) Δίλ. Συνών. αγραπίδι