τσορμπατζίδικος
(επίθ.)
τσορμπαdζίδικος
[tsorbaˈdziðikos]
Αξ.
Από το ουσ. τσορμπατζής (θ. τσορμπατζήδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
Εύπορος, ευκατάστατος
:
Τα τσορμπαdζίδικα τα σπίτια
(Οι ευκατάστατες οικογένειες)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
μεγαλάνος :1, τσορμπατζής, Αντίθ
εσεκτσής :3, τσιρτσιπλάχ :2, φουκαράς
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025