τσουζντάνι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουζντάνι
[tʃuz'dani]
Φάρασ.
τσουζντένι
[tsuz'deni]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. cüzdan (< περσ. cuzdān جزدان) = πορτοφόλι.
Πορτοφόλι