τσορτσολούκ
(επίθ.)
τσ̑όρτσ̑ολουκ
['tʃortsoluk]
Μαλακ.
τσ̑ορτσ̑ολούχ
[tʃortʃοˈlux]
Μισθ.
τσ̑ορτσολού
[tʃortsoˈlu]
Μισθ.
Θηλ.
τσ̑ουρτσ̑ουλούχ'σσα
[tʃurtʃuˈluxsa]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çırçır = α) πηγή που στάζει β) μικρός καταρράκτης, όπου και τύπ. çörçör, και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι.
Κάθυγρος, μουσκεμένος
ό.π.τ.
:
Μποίκα ντου τσιορτσιολούχ
(τον έκανα μούσκεμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νίουμι τσορτσολούχ απ' ντου γίτρους
(γίνομαι μούσκεμα από τον ιδρώτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τση στράτα πιάσε με βροσ̑ή, ‘ένηκα τσ̑ουρτσ̑ουλούχ’σσα
(Στον δρόμο με έπιασε βροχή, έγινα μούσκεμα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6