ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσορτσολούκ (επίθ.) τσ̑όρτσ̑ολουκ ['tʃortsoluk] Μαλακ. τσ̑ορτσ̑ολούχ [tʃortʃοˈlux] Μισθ. τσ̑ορτσολού [tʃortsoˈlu] Μισθ. Θηλ. τσ̑ουρτσ̑ουλούχ'σσα [tʃurtʃuˈluxsa] Σίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çırçır = α) πηγή που στάζει β) μικρός καταρράκτης, όπου και τύπ. çörçör, και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι.
Κάθυγρος, μουσκεμένος ό.π.τ. : Μποίκα ντου τσιορτσιολούχ (τον έκανα μούσκεμα) Μισθ. -Κοτσαν. Νίουμι τσορτσολούχ απ' ντου γίτρους (γίνομαι μούσκεμα από τον ιδρώτα) Μισθ. -Κοτσαν. Τση στράτα πιάσε με βροσ̑ή, ‘ένηκα τσ̑ουρτσ̑ουλούχ’σσα (Στον δρόμο με έπιασε βροχή, έγινα μούσκεμα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6