τσοπούρι
(επίθ.,ουσ. ουδ.)
τσοπούρ'
[tsoˈpur]
Σινασσ.
Πληθ.
τσοπούρια
[tsoˈpurʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. çopur = α) βλογιοκομμένος β) ως ουσ. σημάδια στο πρόσωπο από ευλογιά γ) παλ. τουρκ., φακίδες (Redhouse).
1. Βλογιοκομμένος
Σινασσ.
2. Ουλές της ευλογιάς
Μαλακ.