ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσομλέκι (ουσ. ουδ.) τσομλέκ' [tsomˈlek] Σίλατ. τσ̑ολμέκ' [tʃolˈmek] Ανακ., Αξ., Δίλ., Φλογ. τσ̑ολμέκι [tʃolˈmeci] Φάρασ. τσ̑ουλμέ [tʃulˈme] Φάρασ. Πληθ. τσöμλέκια [cømˈleca] Ουλαγ., Σεμέντρ., Φλογ. τσολμάκια [tsolˈmaca] Σινασσ. τσομελέκα [tsomeˈleka] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. cömlek = πήλινο αγγείο, όπου και διαλεκτ. τύπ. çölmek. Πβ. το κοινό ν.ε. τσουμπλέκι.
1. Πήλινο πιθάρι για την αποθήκευση τροφίμων αλλά και για μαγείρεμα ό.π.τ. : Ση φωτιά πάνω θέκουμ' τα σο τσ̑ολμέκ' (Πάνω στη φωτιά τα βάζουμε στο σταμνί) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Τσομλέκ πεϊνίρ (Πιθάρι τυριού) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ. 'έμωσεν α τσ̑ουλμέ γα (Γέμισε ένα τσουκάλι γάλα) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Τσ̑ολμέκ κεπάπ (Κεμπάπ στο τσολμέκι˙ Ψητό μαγειρεμένο σε αυτό το πήλινο σκεύος. Πβ. τουρκ. φρ. <em>çömlek kebabı</em>) Αξ. -Μαυροχ. || Παροιμ. ’ς του Βαρασ̑ού το χώμα τσ̑ολμέκι τζ̑ο βγαίνει, τσ̑αι να βγει, ’α τσ̑ακωθεί (Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δεν βγαίνει, και να βγει θα σπάσει˙ Για τους Φαρασιώτες που είχαν φιλοδοξίες αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν τους στόχους του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Παιδικό παιχνίδι που περιλαμβάνει χωρισμό σε ομάδες και κυνηγητό Φλογ.
β. Στον πληθ., οι λίθοι που βάζαν ως σημάδι για την περιοχή όπου θα παρέμεναν οι "αιχμάλωτοι» παίχτες στα σκλαβάκια" Φλογ.