τσολαχεύω
(ρ.)
τ͑σ̑ολαχ̇εύω
[tʰʃola'xevo]
Φάρασ.
Από το επίθ. τσολάχος, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Κουλαίνομαι