τσοκ
(επίρρ.)
τσ̑οχ
[tʃox]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. çok, όπου και διαλεκτ. τύπ. çoh = πολύ.
Πολύ
Τροποποιήθηκε: 26/10/2023