τσοκελίκος
(ουσ.)
τσ̑οκελίκι
[tʃoceˈlici]
Φάρασ., Φκόσ.
Αρσ.
τ͑σ̑οκ͑ελίκ͑
[tʰʃoˈkʰekʰ]
Αφσάρ.
τ͑σ̑οκ͑αλίκ͑
[ʰʃoˈkʰakʰ ]
Φάρασ.
τσ̑εκελίκος
[tsece'likos]
Αραβαν.
τσικελίκος
[tsiceˈlikos]
Αξ., Γούρδ.
τσ̑ικελίκους
[tʃiceˈlikus]
Μαλακ.
τσ̑ικιαλίκους
[tʃicaˈlikus]
Μισθ.
τσ̑ιgαλίκους
[tʃigaˈlikus]
Μισθ.
τσ̑οκαλίκος
[tʃokaˈlikos]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. çökelek, όπου και διαλεκτ. τύπ. çökelik, çekelik και çokalık = είδος μυζήθρας (THADS, λ. çekelik).
Μαλακό και ανάλατο τυρί από αγελαδινό γάλα ή ξινόγαλα, είδος μυτζήθρας
ό.π.τ.
:
Άιdε να κατέβουμε στο κελλέρ’ να φέρουμε ένα τσικί τσ̑οκαλίκο
(Άντε να κατέβουμε στον υπόγειο αποθηκευτικό χώρο, να φέρουμε ένα μικρό λαγήνι τυρί)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289