ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιφτσιλίκι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιφτσ̑ιλίκι [tʃiftʃi'lici] Φάρασ. τ͑σ̑ιφτσ̑ιλίχ̇ι [tʰʃiftʃi'lixi] Φάρασ. τσιφτσιλούχ [tsiftsi'lux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çiftçilik = γεωργία, αγροκαλλιέργεια.
Αγροκαλλιέργεια, γεωργία ό.π.τ. : Ντου τσιφτσιλούχ για τεμάς τσειόδουν ζόρ' (η γεωργία για μας ήταν δύσκολη) Μισθ. -Κοτσαν.