ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιφτσιλίκι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιφτσ̑ιλίκι [tʃiftʃiˈlici] Φάρασ. τ͑σ̑ιφτσ̑ιλίχ̇ι [tʰʃiftʃiˈlixi] Φάρασ. τσιφτσιλούχ [tsiftsiˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çiftçilik = γεωργία, αγροκαλλιέργεια.
Αγροκαλλιέργεια, γεωργία ό.π.τ. : Ντου τσιφτσιλούχ για τεμάς τσειόδουν ζόρ' (η γεωργία για μας ήταν δύσκολη) Μισθ. -Κοτσαν.
Συνών. γιρασπαρλούχ
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025