τσιφτσιλίκι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιφτσ̑ιλίκι
[tʃiftʃi'lici]
Φάρασ.
τ͑σ̑ιφτσ̑ιλίχ̇ι
[tʰʃiftʃi'lixi]
Φάρασ.
τσιφτσιλούχ
[tsiftsi'lux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çiftçilik = γεωργία, αγροκαλλιέργεια.
Αγροκαλλιέργεια, γεωργία
ό.π.τ.
:
Ντου τσιφτσιλούχ για τεμάς τσειόδουν ζόρ'
(η γεωργία για μας ήταν δύσκολη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιρασπαρλούχ