ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Τσιφούτης (ουσ.) Τζ̑ιφούτ [dʒiˈfut] Φάρασ. Σ̑ιφώτης [ʃiˈfotis] Ανακ., Αραβ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ. Σιβώτης [siˈvotis] Σίλατ. Σ̑ιφώτ' [ʃiˈfot] Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τζαλ., Φλογ. Σιβώτ'ς [siˈvots] Τσαρικ. σιφώτ' [siˈxot] Τροχ. τσιφώτης [tsiˈfotsis] Σινασσ. τσ̑ιφώτσης [tʃiˈfotsis] Αραβαν., Γούρδ. τσιφώτσης [tsiˈfotsis] Τελμ. τσιριφώτσης [tsiriˈfotsis] Τελμ. τσιφούσ' [tsiˈfus] Αραβαν. Πληθ. σιβώτα [siˈvota] Τροχ. τσ̑ιφούτοι [tʃiˈfuti] Φάρασ. Τσιφούτ [tsiˈfut] Φάρασ. Από το τουρκ. çıfıt = α) Εβραίος β) ως διαλεκτ. σημ., αυτός που σκέφτεται διαβολικά, όπου και διαλεκτ. τύπ. şıfıt (THADS 10, λ. şıfıt). Πβ. το κοινό τσιφούτης. Ο τύπ. Σιφώτης πιθ. παρετυμολ. προς την εορτή των Φώτων. Για τις προλήψεις περί του Σιφώτη βλ. Καρολίδης (1885: 212-213) και Φαρασόπουλος (1895:124).
1. Εβραίος Φάρασ., Φλογ. : Τζάπι ήσανdε οι τζιράχοι σωρεμένα ασ' του Τζιφουτιούν του φόβου την άκρα, ήρτε Χριστός (Εκεί όπου ήταν μαζεμένοι οι μαθητές εξαιτίας του φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Χριστός) Φάρασ. -Lag. Συραίνουμ' τις Τσιφούτ, που τσ̑άστεψαν το Χριστό (Πυροβολούμε τους Εβραίους, που βασάνισαν τον Χριστό) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ο Χριστός σάμου έφυγε ΄ς τις Τσιφούτε, μουάσε σ’ ε βάτος (Ο Χριστός όταν ξέφυγε από τους Εβραίους, κρύφτηκε σ' ένα βάτο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. Γιαχουντής, Ιουδαίος
2. Δαίμονας των Χριστουγέννων και του Πάσχα, λαϊκή πρόληψη, καλικάντζαρος, του οποίου το ομοίωμα έκαιγαν την παραμονή των Φώτων ό.π.τ. : Το κάφτισ̑καν το Σ̑ιφώτ', Φώτας την παραμονή (Τον έκαιγαν τον Σιφώτη την παραμονή των Φώτων) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 Να γιάψομ' ντο Σ̑ιφώτ' (Θα ανάψουμε το Σιφώτη) Ουλαγ. -Κεσ. Δώτ’ μας γιαγατζάχ̇ια να κάψουμ’ το Σ̑ιφώτ’, να ήψουμ’ ένα νησ̑κιά (Δώστε μας ξερόκλαδα να κάψουμε τον Ιούδα, να ανάψουμε μιά φωτιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Κάτσε καλά, κλάνει σι Σ̑ιφώτης (Κάτσε καλά, (γιατί αλλιώς) θα σε κλάσει ο Σιφώτης˙ Φράση που έλεγαν στα παιδιά, για να μην αταχτούν κατά το Δωδεκαήμερο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντο Σιφώτ' να χέσ' ντο κιφάλι σ' (Ο Σιφώτης να χέσει το κεφάλι σου˙ Για εκείνους που δεν λούζονταν (όπως επέβαλε το έθιμο) την παραμονή των Φώτων) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.