τσογαλτίζω
(ρ.)
τ͑σ̑ογαλτίζω
[tʰʃoɣal ˈtizo]
Φάρασ.
Εν. γ'
τζ̑ογαλτίζει
[dʒoɣal ˈtizi]
Φάρασ.
Από τον αόρ. çoğaldı του τουρκ. ρ. çoğalmak = πολλαπλασιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πληθαἰνω
ό.π.τ.