τσοκέτσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑οκα̈́τσ'
[tʃoˈcæts]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑οκα̈́τσ̑α
[tʃoˈcætʃα]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çökek = κοίλο έδαφος.
Βαθούλωμα εδάφους, χαμήλωμα
Μισθ.
:
Κάτσει σου τσ̑οκα̈́τσ' μη συ κρούει κυριός
(κάθισε σε βαθουλωτό μέρος να μη σε βρίσκει ο αέρας )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κατέβαμ απ΄τά βουνιά τσι πιάσαμ' ντα τσ̑οκα̈́τσ̑α
(κατεβήκαμε από τα βουνά και πιάσαμε τα χαμηλώματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.