ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσοκέτσι (ουσ. ουδ.) τσ̑οκα̈́τσ' [tʃoˈcæts] Μισθ. Πληθ. τσ̑οκα̈́τσ̑α [tʃoˈcætʃα] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çökek = κοίλο έδαφος.
Βαθούλωμα εδάφους, χαμήλωμα Μισθ. : Κάτσι σου τσ̑οκα̈́τσ' μη σι κρούει κιρυός (Κάθισε σε βαθουλωτό μέρος να μη σε χτυπάει ο αέρας ) Μισθ. -Κοτσαν. Κατέβαμ' απ’ τά βουνιά τσι πιάσαμ' ντα τσ̑οκα̈́τσ̑α (Κατεβήκαμε από τα βουνά και πιάσαμε τα χαμηλώματα) Μισθ. -Κοτσαν.