τσόλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ούλ'
[tʃul]
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
τσ̑ούλι
['tʃuli]
Σινασσ., Φάρασ.
τσ̑ΰλ'
[tʃyl]
Αξ.
Πληθ.
τσ̑όλια
['tʃoʎa]
Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
τσόλα
['tsola]
Μαλακ.
τσ̑ούλια
[ˈtʃuʎa]
Αραβαν., Μισθ., Σατ., Τελμ., Φλογ.
τσ̑ούλε
[ˈtʃule]
Αφσάρ.
τσ̑ούλα
[ʹtʃula]
Τσουχούρ.
Από το νεότ. ουσ. τζουλί = κάλυμμα που έμπαινε κάτω από τη σέλα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çul (< αραβ. cul ή cūl) = α) χοντρό ύφασμα για το σαμάρι, β) χαλάκι για το σκούπισμα των ποδιών γ) παλιόρουχο, το οπ. απώτερα ελλ. αρχής από το αρχ. ουσ. τύλη, υποκορ. τυλεῖον ‘σάγμα, προσκέφαλο’ (Κατσούδα 2017: 364).
1. Είδος υφαντού, κυρίως από γιδόμαλλο, που χρησιμεύει για τάπητες, κουβέρτα ή ντιβανοσκέπασμα
Αραβ., Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ.
β.
Πάνινο ελαφρύ πάπλωμα για κάθισμα που στο άλογο έμπαινε κάτω από τη σέλα
Σινασσ.
2. Κουρέλι, παλιόρουχο
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
:
qαρίστι̂ρταναν τα απεναντάλλο και δένισ̑καν τα σο τσ̑ουλ' μέσα και νιγόταν τοπάγχια
(Tα ανακάτευαν μεταξύ τους και τα έδεναν στο κουρέλι και γινόταν τόπια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ελά ετά, φέρ’ κι ένα τσ̑ούλ’ ας το ντέσουμ’ λίγο
(Έλα εδώ, φέρε κι ένα κουρέλι να το δέσουμε λίγο (το τραύμα))
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Ασμ.
Μα η Μαρού σαν είδε τούτο το κακό,
έβγαλε τα ζεγκιά της τσόλια ντύνεται,
έβγαλε τη ζωστρή της ράμμα ζώνεται (Μα η Μαρού όταν είδε τούτο το κακό,
έβγαλε τα πλούσια της ρούχα, κουρέλια ντύνεται,
έβγαλε τη ζώνη της, σκοινί ζώνεται) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. μιτίλι :3, παρτάλι, τσαπούτι
έβγαλε τα ζεγκιά της τσόλια ντύνεται,
έβγαλε τη ζωστρή της ράμμα ζώνεται (Μα η Μαρού όταν είδε τούτο το κακό,
έβγαλε τα πλούσια της ρούχα, κουρέλια ντύνεται,
έβγαλε τη ζώνη της, σκοινί ζώνεται) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. μιτίλι :3, παρτάλι, τσαπούτι
3. Στον πληθ., ρούχα
ό.π.τ.
:
Τ' αντρού μου τα τσούλια
(Τα ρούχα του άντρα μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κι κελ ογλάνς ένα μέρα φόρ'σιν καλά τσόλια
(και το αγόρι μία μέρα φόρεσε τα καλά του ρούχα)
Μαλακ.
-Dawk.
Ύστερα εgείνο ναίκα παίν', φέρ qασάπ bασ̑ή σεμαδεμενιού τ' τα τσόλια
(μετά η γυναίκα πηγαίνει, φέρνει του χασάπη αρραβωνιαστικού τα ρούχα)
Φλογ.
-Dawk.
Και ναίκα τ' φόρ'σεν χανιμιού τσόλια
(και η γυναίκα φόρεσε τα ρούχα της τουρκάλας)
Φλογ.
-Dawk.
Ο βασιλέας ήφερέν ντο και άλλα καλά τσόλια
(ο βασιλιάς του έφερε και άλλα καλά ρούχα)
Ποτάμ.
-Dawk.
Παρεγγείλισ̑κεν νύφης τα τσόλια
(Παρήγγελλε τα ρούχα της νύφης)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τα τσόλια ξέρωσαν
(Τα ρούχα στέγνωσαν)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Ήθελαν τζόλια να φορέσουν, κουνdούρες, ψωμί, κριάς
(Χρειάζονταν ρούχα να φορέσουν, παπούτσια, ψωμί, κρέας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Οι ναίτσ̑ις πλυναίνουν τσ̑ούλα όξω ση βρύση
(Οι γυναίκες πλένουν ρούχα έξω στη βρύση)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Να φας τα τσ̑ούλια σ'
(Να φας τα ρούχα σου˙ Για όποιον υπερηφανεύεται)
Μισθ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ιμάτι, φόρεμα :2, σαγιάς :1, φορεσιά, ρούχο
β.
Ασπρόρουχα που προορίζονται για πλύσιμο
Μαλακ., Σινασσ.