τσομλεκτσής
(ουσ. αρσ.)
τ͑σ̑ολμεκτσ̑ής
[tʰʃolmek'tʃis]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Θηλ.
τ͑σ̑ολμεκτσ̑ίσα
[tʰʃolmek'tʃisa]
Φάρασ.
Πληθ.
τσ̑ολμεκτσ̑ήροι
[tʃolmekˈtʃiri]
Σίλ.
Από το τουρκ. ους. çömlekçi = κανατάς, αγγειοπλάστης.
Κανατάς, αγγειοπλάστης
ό.π.τ.