τσομλεκτσής
(ουσ. αρσ.)
τ͑σ̑ολμεκτσ̑ής
[tʰʃolmek'tʃis]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φκόσ.
τ͑σ̑ολμεκτσής
[tʃolmek'tsis]
Σίλ.
Θηλ.
τ͑σ̑ολμεκτσ̑ίσα
[tʰʃolmek'tʃisa]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Πληθ.
τ͑σ̑ολμεκτσ̑ήροι
[tʰʃolmekˈtʃiri]
Σίλ.
Από το τουρκ. ους. çömlekçi = κανατάς, αγγειοπλάστης.
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025