ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσομλεκτσής (ουσ. αρσ.) τ͑σ̑ολμεκτσ̑ής [tʰʃolmek'tʃis] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φκόσ. Θηλ. τ͑σ̑ολμεκτσ̑ίσα [tʰʃolmek'tʃisa] Φάρασ. Πληθ. τσ̑ολμεκτσ̑ήροι [tʃolmekˈtʃiri] Σίλ. Από το τουρκ. ους. çömlekçi = κανατάς, αγγειοπλάστης.
Κανατάς, αγγειοπλάστης ό.π.τ.