τσόπλα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑όπλα
[ˈtʃopla]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
τζόbλα
[ˈdzοbla]
Ουλαγ.
τζάπλα
[ˈdzapla]
Σινασσ.
τζ̑άπλα
[ˈdʒapla]
Μισθ.
τσόπλια
[ˈtsopʎa]
Τροχ.
Πληθ.
τσόπλε
[ˈtsople]
Φλογ.
Πιθ. από συμφυρμό των ουσ. τσέπη και πάπουλα.
Τσέπη
ό.π.τ.
:
Βγαλλίσ̑κουν ας σά τσόπλε τ'νε παράδια
(Βγάζουν από τις τσέπες τους λεφτά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παιδιού μάνα παίρνει έν γουντάκ’, κλειών’ το και βαλ’ το ’ς παιδιού το τσόπλια
(Η μάνα του παιδιού παίρνει μιά κλειδαριά, την κλειδώνει και την βάζει στην τσέπη του παιδιού)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Έχουν το αντέτ’ να πά να γιομώσ'νε τα χ̇ισίμια τ’ το τσόπλα τ’, σεμαδεμενιού τ’το τσόπλα τ’, τσερέζια, γεμίΣα
(Έχουν τη συνήθεια να πηγαίνουν οι συγγενείς να γεμίζουν την τσέπη της, την τσέπη της αρραβωνιασμένης, με ξηρούς καρπούς και σταφίδες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812