τσορτέν
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ορτέν
[tʃor'ten]
Μαλακ.
τσ̑ορτένε
[tʃor'tene]
Γούρδ., Τελμ.
τσ̑ορτένκ
[tʃorˈtenk]
Φλογ.
τσ̑ορντάνι
[tʃorˈdani]
Μισθ.
τσ̑ορδένι
[tʃorˈðeni]
Μισθ.
τσ̑ελτένι
[tʃelˈteni]
Φλογ.
Πληθ.
τσορτένια
[tsor'teɲa]
Μαλακ.
τσορτάνια
[tsorˈtaɲa]
Τροχ.
τσ̑όρτενες
[΄tʃortenes]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. çörten (< αρμεν. çortan) = υδρορρόη, όπου και διαλεκτ. τύπ. çorten (Tietze 2016, λ. çortan/çörten/cörten/çırtan).
1. Υδρορρόη, ξύλινος σωλήνας απορροής ομβρίων υδάτων από το δώμα
ό.π.τ.
2. Πήλινο αγγείο κρασιού
Μαλακ.
β.
Δοχείο νερού
Μισθ.