ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσορτέν (ουσ. ουδ.) τσ̑ορτέν [tʃor'ten] Μαλακ. τσ̑ορτένε [tʃor'tene] Γούρδ., Τελμ. τσ̑ορτένκ [tʃorˈtenk] Φλογ. τσ̑ορντάνι [tʃorˈdani] Μισθ. τσ̑ορδένι [tʃorˈðeni] Μισθ. τσ̑ελτένι [tʃelˈteni] Φλογ. Πληθ. τσορτένια [tsor'teɲa] Μαλακ. τσορτάνια [tsorˈtaɲa] Τροχ. τσ̑όρτενες [΄tʃortenes] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. çörten (< αρμεν. çortan) = υδρορρόη, όπου και διαλεκτ. τύπ. çorten (Tietze 2016, λ. çortan/çörten/cörten/çırtan).
1. Υδρορρόη, ξύλινος σωλήνας απορροής ομβρίων υδάτων από το δώμα ό.π.τ.
2. Πήλινο αγγείο κρασιού Μαλακ.
β. Δοχείο νερού Μισθ.
3. Πέτρινη γούρνα Μισθ. Συνών. λακκί