ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσότικος (ουσ. αρσ.) Πιθ. από το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. τσόκος (πβ. τσόκ-κος Κύπρος, τσούκις Ήπειρος) = είδος παιχνιδιού, κατά το οποίο τα παιδιά συναγωνίζονται με τις πλάκες τους, να καταρρίψουν μια στήλη με πέτρες, στημένες όρθιες, και το παραγωγ. επίθμ . -ικος με ανομ. τροπή του [k] > [t]. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çoka = σωρός από πέτρες σε χωράφι (THADS, λ. çoka I).
1. Παιχνίδι που παίζεται από τρία ή τέσσερα άτομα, κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν να πετύχουν με μια λίθινη πλάκα και να μετακινήσουν την μικρή πέτρα που είναι τοποθετημένη στην μέση ενός κύκλου που έχουν ήδη χαράξει
2. Μικρή πέτρα που τοποθετείται στην μέση του κύκλου του ομώνυμου παιχνιδιού