τσούκα
(ουσ. θηλ.)
τσούκα
[ˈtsuka]
Σίλατ., Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. τσούκα = είδος δοχείου (< ιταλ. zucca = κολοκύθα).
1. Μικρό τσουκάλι
Σίλατ.
2. Πήλινο ποτήρι χωρητικότητας 150 δραμιών
Σίλατ.
Πβ.
ακατσούκα