τσούκα
(ουσ. θηλ.)
τσούκα
[ˈtsuka]
Σίλατ., Σίλ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. τσούκα = είδος δοχείου (< ιταλ. zucca = κολοκύθα).
2. Πήλινο ποτήρι χωρητικότητας 150 δραμιών
Σίλατ.
3. Χαρακτηρισμός για πολύ μελαχρινή γυναίκα
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025