ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσούκα (ουσ. θηλ.) τσούκα [ˈtsuka] Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. τσούκα = είδος δοχείου (< ιταλ. zucca = κολοκύθα).
1. Μικρό τσουκάλι Σίλατ., Σινασσ. Πβ. ακατσούκα
2. Πήλινο ποτήρι χωρητικότητας 150 δραμιών Σίλατ.
3. Χαρακτηρισμός για πολύ μελαχρινή γυναίκα Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025