ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουλούς (επίθ.) Πληθ. τσουλούδια [tsuˈluðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. cilli =που έχει ρίζα, που βγάζει βλαστάρια.
Αυτός που βγάζει νέα βλαστάρια : Τσουλούδια παχλά (Ξερά κουκιά που τα μούλιαζαν μαζί με τη φύτρα τους και μετά τα έβραζαν) Σινασσ. -Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025