τσουλούς
(επίθ.)
Πληθ.
τσουλούδια
[tsuˈluðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. cilli =που έχει ρίζα, που βγάζει βλαστάρια.
Αυτός που βγάζει νέα βλαστάρια
:
Τσουλούδια παχλά
(Ξερά κουκιά που τα μούλιαζαν μαζί με τη φύτρα τους και μετά τα έβραζαν)
Σινασσ.
-Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025