τσουμούχι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουμούχ'
[tʃuˈmux]
Αραβ.
Από το τουρκ. ουσ. çubuk, πβ. το κοινό ν.ε. τσιμπούκι.
Πίπα
Συνών.
γαλιόνι