ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσούνκι (σύνδ.) τσ̑ούνκιου [ˈtʃuncu] Ουλαγ. τσ̑ούνκι [ˈtʃunci] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ. τσ̑ούνgι [ˈtʃuŋɟi] Φάρασ. τσ̑ΰνκι [ˈtʃynci] Ουλαγ., Σίλ., Τελμ. Από τον τουρκ. σύνδ. çünkü, όπου και διαλεκτ. τύπ. çünki = γιατί (TSS 2, λ. çünki, Tietze 2016, λ. çunki/çünkü ΙΙ).
Σε δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις, διότι, γιατί ό.π.τ. : Χαbάρ ντεν έγισ̑γκα, τσ̑ΰνκι γύπνωσα (δεν πήρα είδηση γιατί κοιμήθηκα) Ουλαγ. -Dawk. Σε του σκοτώσουμι τσ̑ΰνκι μοιάζουσ̑ι κό μας τα σεράϊα (Θα τον σκοτώσουμε γιατί μοιάζουν με τα δικά μας παλάτια· ) Σίλ. -Dawk. Η ’ναίκα πάλι ένdουνε καρdίας τα δώσει, τσ̑ούνκι ήσανdε φουqαράδες (η γυναίκα ήταν της άποψης να τα πουλήσουν γιατί ήταν φτωχοί) Φάρασ. -Dawk. Να ποίκουμε το ’ρκούδι τσουφαλά μας, τσ̑ούνgι χεμ πολύ αχιλλούς ένι, χέμ κατέσ̑ει ινσανού τερτίπε (να κάνομε την αρκούδα πρόεδρό μας, διότι και πολύ μυαλωμένη είναι και γνωρίζει από ανθρώπινες συμπεριφορές) Φάρασ. -Παπαδ. Χιζμεκιάρια κυρφάς τασλάdιζαν ντα, μπακαλιμ τσ̑ι να πκούν, τσ̑ούνκι ούτσ̑α είπεν ντα πατισ̑άχο (οι υπηρέτες κρυφά τους παρακαλοθούσαν, έβλεπαν τι κάνουν, διότι έτσι τους είπε ο βασιλιάς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντε να έρτωμ’, τσούνκι να πάμ’ ντο σπίτ’ μας (Δεν θα έρθουμε, γιατί θα πάμε στο σπίτι μας) Ουλαγ. -Κεσ. σ̑ο ρουχί κανείς τζ̑ο μπόρεινε να υπά’, τσούνκι ήτουν δέκα γουλάdζ̑ε (Στο βουνό κανείς δεν μπορούσε να πάει γιατί ήταν δέκα οργυιές (ενν. ψηλό)) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. το νίσκεται τρία μέρες, τσούνκι τρία μέρες έρεται ντο ψυή (αυτό γίνεται για τρεις μέρες, γιατί τρεις μέρες (ενν. μετά την κηδεία) έρχεται η ψυχή) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Nα το πάρω ντ' έναι, τσ̑ούνκι ογώ από τρία μήνες όμπρο σ' ένα π͑ασ̑κά άτρωπο έdωκα τσ̑οάπ' 'τον (Να τον παντρευτώ δεν γίνεται, γιατί εγώ πριν από τρεις μήνες είχα δώσει (θετική) απάντηση σε έναν άλλον άνθρωπο) Φερτάκ. -Thumb Συνών. αματί, αν, από, γιατί, επειδή