τσούρλισμα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ούρλισμα
[ˈtʃurlizma]
Αξ.
Από το ρ. τσ̑ουρλίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025