τσούρλισμα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ούρλισμα
[ˈtʃurlizma]
Αξ.
Από το ρ. τσ̑ουρλίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. τσουρλίζω, το κύλισμα
Αξ.