τσουρουντίζω
(ρ.)
τσ̑ϋρουνdίζω
[tʃyrunˈdizo]
Μισθ.
τσ̑ϋρϋνdίζου
[tʃyrynˈdizu]
Μισθ., Τσαρικ.
τσ̑ουρουdώ
[tʃuruˈdο]
Φλογ.
Εν. γ'
τσ̑ουρουdά
[tʃuruˈda]
Σίλ.
τ͑σ̑ουρουκ͑τιέω
[tʰʃurukʰtiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
τσ̑ουρούγησα
[tʃuˈruʝisa]
Σίλ.
τσ̑ϋρΰdσα
[tʃyˈrydsa]
Τσαρικ.
τσ̑ϋρούνd’σα
[tʃyˈrundsa]
Μισθ.
τσουρούτ’σα
[tsuˈrutsa]
Μισθ.
Μτχ.
τσ̑ουρουγημένου
[tʃuruʝiˈmenu]
Σίλ.
Από τον αόρ. çürüdü του τουρκ. ρ. çürümek = σαπίζω. Ο τύπ. τ͑σ̑ουρουκ͑τι-έω από επίδρ. του επίθ. τσουρούκι.
1. Αμτβ., σαπίζω
ό.π.τ.
:
Πόταν τούτου μήλου τσ̑ουρουdά, τότι σουπελέντζ̑ης, αψά γέλα σπίτσ̑ι σου
(όταν αυτό το μήλο αρχίζει να σαπίζει, τότε να υποψιαστείς, αμέσως έλα στο σπίτι σου· )
Σίλ.
-Dawk.
2. Για νεκρούς, αποσυντίθεμαι, λιώνω
Μισθ.
:
Δε τσουρούτ’σιν ντου σάνατους, έχ’ κρίματα πολλά
(δεν έλιωσε ο νεκρός, έχει αμαρτίες πολλές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Καταστρέφομαι
Μισθ.
:
Ούτσα να τσ̑ϋρουνdίσ', τι αλλά τσ̑ϋρούνd’σαν ουλανού δα σπίτια
(έτσι θα καταστραφούν, όπως χάλασαν, όλων τα σπίτια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.