ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουρουντίζω (ρ.) τσ̑ϋρουνdίζω [tʃyrunˈdizo] Μισθ. τσ̑ϋρϋνdίζου [tʃyrynˈdizu] Μισθ., Τσαρικ. τσ̑ουρουdώ [tʃuruˈdο] Σίλ., Φλογ. τ͑σ̑ουρουκ͑τιέω [tʰʃurukʰtiˈeo] Φάρασ. Αόρ. τσ̑ουρούγησα [tʃuˈruʝisa] Σίλ. τσ̑ϋρΰdσα [tʃyˈrydsa] Τσαρικ. τσ̑ϋρούνd’σα [tʃyˈruntsa] Μισθ. τσουρούτ’σα [tsuˈrutsa] Μισθ. Μτχ. τσ̑ουρουγημένου [tʃuruʝiˈmenu] Σίλ. Από τον αόρ. çürüdü του τουρκ. ρ. çürümek = σαπίζω. Ο τύπ. τ͑σ̑ουρουκ͑τι-έω από επίδρ. του επίθ. τσουρούκι.
1. Αμτβ., σαπίζω ό.π.τ. : Πόταν τούτου μήλου τσ̑ουρουdά, τότι σουπελέντζ̑ης, αψά γέλα σπίτσ̑ι σου (Όταν αυτό το μήλο αρχίζει να σαπίζει, τότε να υποψιαστείς, αμέσως έλα στο σπίτι σου· ) Σίλ. -Dawk.
2. Για νεκρούς, αποσυντίθεμαι, λιώνω Μισθ. : Δε τσουρούτ’σιν ντου σάνατους, έχ’ κρίματα πολλά (Δεν έλιωσε ο νεκρός, έχει πολλές αμαρτίες ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Καταστρέφομαι Μισθ. : Ούτσα να τσ̑ϋρουνdίσ', τι αλλά τσ̑ϋρούνd’σαν ουλανού δα σπίτια (Έτσι θα καταστραφούν, όπως χάλασαν, όλων τα σπίτια) Μισθ. -Κωστ.Μ.