τσουρουντίζω
(ρ.)
τσ̑ϋρουνdίζω
[tʃyrunˈdizo]
Μισθ.
τσ̑ϋρϋνdίζου
[tʃyrynˈdizu]
Μισθ., Τσαρικ.
τσ̑ουρουdώ
[tʃuruˈdο]
Σίλ., Φλογ.
τ͑σ̑ουρουκ͑τιέω
[tʰʃurukʰtiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
τσ̑ουρούγησα
[tʃuˈruʝisa]
Σίλ.
τσ̑ϋρΰτ'σα
[tʃyˈrytsa]
Τσαρικ.
τσ̑ϋρούντ'σα
[tʃyˈruntsa]
Μισθ.
τσουρούτ’σα
[tsuˈrutsa]
Μισθ.
Μτχ.
τσ̑ουρουγημένου
[tʃuruʝiˈmenu]
Σίλ.
Από τον αόρ. çürüdü του τουρκ. ρ. çürümek = σαπίζω. Ο τύπ. τ͑σ̑ουρουκ͑τι-έω από επίδρ. του επίθ. τσουρούκι.
2. Για νεκρούς, αποσυντίθεμαι, λιώνω
Μισθ.
:
Δε τσουρούτ’σιν ντου σάνατους, έχ’ κρίματα πολλά
(Δεν έλιωσε ο νεκρός, έχει πολλές αμαρτίες )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
λακίζω :2, ουλτιέζω, πατάζω
3. Καταστρέφομαι
Μισθ.
:
Ούτσα να τσ̑ϋρουνdίσ', τι αλλά τσ̑ϋρούντ'σαν ουλανού δα σπίτια
(Έτσι θα καταστραφούν, όπως χάλασαν, όλων τα σπίτια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
μπατίζω :3, μποζουλντώ, σπάνω :2, χαλάνω :1, χάνω :6
Τροποποιήθηκε: 08/07/2025