ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουτσούρι (ουσ. ουδ.) τσουτσούρ' [tsuˈtsur] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. σουσούρ’ [suˈsur] Μισθ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. çukur = ραδίκι < μεταγν. κιχώριον, βλ. Tzitzilis (1987α: 63). Πβ. το αγν. ετύμ. ποντ. ρ. τζουτζουρούμαι = φλέγομαι από δίψα, όταν φάω κάτι αλμυρό και το ποντ. ουσ. τσούτσαριν ‘αλμυρό που προκαλεί δίψα’. Εναλλακτικά, από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çor/şor/şur = α) αλάτι β) δηλητήριο γ) ως επίθ., ξινός ή πικρός δ) αλατισμένος με εμφατ. αναδιπλ., για τον οπ. πβ. τουρκ. διαλεκτ. επίθ. çiçer = αλατισμένος και τουρκ. διαλεκτ. φρ. curcur olmak = (για γιαούρτι) ξινίζει.
1. Είδος φυτού της οικογένειας των ευφορβίων, που χαρακτηρίζεται από τον γαλακτερό (και δηλητηριώδη) και πολύ πικρό χυμό του ό.π.τ. : Το τσουτσούρ’ κόφτισκαν το και άχτανεν πικρό κάλα (Το τσουτσούρι το έκοβαν και έτρεχε πικρό γάλα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Μτφ., ως χαρακτηρισμός για φαγητό, πικρός ή αλμυρός Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. : Το φαγί μποίκες το τσουτσούρ' (το φαγητό το έκανες πικρό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αλυκό τσουτσούρ' (αλμυρό όπως το φυτό, δηλ. αλμυρό πολύ) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. αγού :3, αλυκός, ατζί, ζεχίρι :2, πικρός, φαρμάκι