τσουρούντημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουρούντημα
[tʃuˈrudima]
Μισθ.
Από το ρ. τσουρουντίζω, όπου και τύπ. τσ̑ουρουdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Σάπισμα, αποσύνθεση
Μισθ.
2. Η οσμή της αποσύνθεσης
Μισθ.