τσους
(επιφ.)
τσ̑ους
[tʃus]
Ανακ., Αξ., Φάρασ.
τσ̑ϋς
[tʃys]
Μαλακ.
Από το τουρκ. çüş = επιφώνημα σε γάιδαρο να σταματήσει.
Επιφώνημα για να σταματήσουν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια
ό.π.τ.