ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσυγκρίζω (ρ.) τσυγκρίζου [tsiˈgrizu] Μισθ. συγκιρίζω [siɟiˈrizo] Αξ. τσoυγκρίζω [tsuˈgrizo] Γούρδ. τσυγκιρώ [tsinɟiˈro] Ανακ. Αόρ. τσoύgρισα [ˈtsugrisa] Γούρδ. Από το αρχ. ρ. συγκρούω (στην σημ. 1) που εξελίχθηκε σε *συγκρῶ (για αποφυγή της χασμωδίας) και στη συνέχεια σε *συγκρίζω με μεταπλ. σε με βάση το θ. του αορ. Στους τύπους με τσου- ακολούθησε ισχυροποίηση της ἀρθρωσης [s>ts] και τροπή [i>u] από επίδρ. του υπερ. [g], ενώ στην Αξό αναπτύχθηκε ένα [i] προς διάσπαση του συμφωνικού συμπλ.
1. Τσουγκρίζω, κουτουλώ Γούρδ.
2. Τσουγκρίζω ποτήρια με την συνοδεία ευχής Μισθ.
3. Τσουγκρίζω αβγά το Πάσχα Ανακ., Αξ. Συνών. φρογκάω