τσυγκρίζω
(ρ.)
τσυγκρίζου
[tsiˈgrizu]
Μισθ.
συγκιρίζω
[siɟiˈrizo]
Αξ.
τσoυγκρίζω
[tsuˈgrizo]
Γούρδ.
τσυγκιρώ
[tsinɟiˈro]
Ανακ.
Αόρ.
τσoύgρισα
[ˈtsugrisa]
Γούρδ.
Από το αρχ. ρ. συγκρούω (στην σημ. 1) που εξελίχθηκε σε *συγκρῶ (για αποφυγή της χασμωδίας) και στη συνέχεια σε *συγκρίζω με μεταπλ. σε -ώ με βάση το θ. του αορ. Στους τύπους με τσου- ακολούθησε ισχυροποίηση της ἀρθρωσης [s>ts] και τροπή [i>u] από επίδρ. του υπερ. [g], ενώ στην Αξό αναπτύχθηκε ένα [i] προς διάσπαση του συμφωνικού συμπλ.
1. Τσουγκρίζω, κουτουλώ
Γούρδ.
2. Τσουγκρίζω ποτήρια με την συνοδεία ευχής
Μισθ.