τυπάρα
(ουσ. θηλ.)
τυπάρα
[tiˈpara]
Φερτάκ.
Από το ουσ. τυπάρι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Το τεμάχιο ζύμης από το οποίο φτιάχνεται το ψωμί
Συνών.
τυπάρι
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025