ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυρί (ουσ. ουδ.) τυρί [tiˈri] Ανακ., Μισθ., Σατ., Σινασσ., Φλογ. τ͑υρί [tʰiˈri] Αξ. τϋρί [tyˈri] Μισθ. τσυρί [tsiˈri] Γούρδ. τσ̑υρί [tʃiˈri] Αραβαν., Σίλ. τζ̑υρί [dʒiˈri] Σίλ. Πληθ. τυρία [tiˈria] Μισθ., Φάρασ. κϋρία [cyˈria] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. τυρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. τυρός.
Τυρί ό.π.τ. : Τυριού πίτα (τυρόπιτα) Μισθ. -Κοτσαν. Παστουρμάδες, σουτζούκα τζαι τυρία (παστουρμάδες, σουτζούκια και τυριά) Φάρασ. -Παπαδ. Δίγκαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα (έδιναν στους χωρικούς μαλλί, τυρί και βούτυρο γάλακτος) Σατ. -Παπαδ. Γαριστούρντιζαμ’ τσικιτσιού ντου γάλα μι τ’ προγάτ' τσι σιάνιξαμ’ τυρί (ανακατεύαμε το γάλα της κατσίκας με του προβάτου και φτιάχναμε τυρί) Μισθ. -Κοτσαν. Χέκιξι τυρί, γιαούρτ', χέκιξι κααράτσ' (έβαζε τυρί, γιαούρτι, έβαζε βούτυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φά’ λίου ένα ντόμακα, φά' λίου κϋρί (φάε λίγη ντομάτα, φάε λίγο τυρί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κιργιάς τρώου τσι γουλτσιά τρώου σαλάτις τρώου τυρία τρώου απ’ ούλα (κρέας τρώω, και γλυκά τρώω, σαλάτες τρώω, τυριά τρώω, απ’ όλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μες γαρσιλατίσκαν μες μο τα ψωμία, τα τυρία, τα μεζέδε (μας προϋπαντούσαν με τα ψωμιά, τα τυριά, τους μεζέδες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ένα κομμάτ' ασ' το τυρί (Ένα κομμάτι τυρί) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Κόφτου τυρί (κόβω τυρί˙ πήζω τυρί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τυριού νερό (το νερό του τυριού˙ το νερό που απομένει στο καζάνι αφού βγάλουν το τυρί) Ανακ. -Κωστ.Α. Φύλλου τζ̑υριού (φύλλο τυριού˙ είδος τυρόπιτας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γιαγλού τυρί (παχύ τυρί˙ τυρί που παρασκευάζεται από γάλα από το οποίο δεν είχαν αφαιρέσει το πάχος) Ανακ. -Κωστ.Α. Τυριού Τσ̑ερετσ̑ή (του τυριού η Κυριακή˙ η Κυριακή της Τυροφάγου) Μισθ., Τσαρικ. -Κωστ.Μ. Τζ̑υριού ντομάdα (Εβδομάδα του τυριού˙ Εβδομάδα της Τυροφάγου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6