τυρί
(ουσ. ουδ.)
τυρί
[tiˈri]
Ανακ., Μισθ., Σατ., Σινασσ., Φλογ.
τ͑υρί
[tʰiˈri]
Αξ.
τϋρί
[tyˈri]
Μισθ.
τσυρί
[tsiˈri]
Γούρδ.
τσ̑υρί
[tʃiˈri]
Αραβαν., Σίλ.
τζ̑υρί
[dʒiˈri]
Σίλ.
Πληθ.
τυρία
[tiˈria]
Μισθ., Φάρασ.
κϋρία
[cyˈria]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. τυρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. τυρός.
Τυρί
ό.π.τ.
:
Τυριού πίτα
(τυρόπιτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παστουρμάδες, σουτζούκα τζαι τυρία
(παστουρμάδες, σουτζούκια και τυριά)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Δίγκαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα
(έδιναν στους χωρικούς μαλλί, τυρί και βούτυρο γάλακτος)
Σατ.
-Παπαδ.
Γαριστούρντιζαμ’ τσικιτσιού ντου γάλα μι τ’ προγάτ' τσι σιάνιξαμ’ τυρί
(ανακατεύαμε το γάλα της κατσίκας με του προβάτου και φτιάχναμε τυρί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χέκιξι τυρί, γιαούρτ', χέκιξι κααράτσ'
(έβαζε τυρί, γιαούρτι, έβαζε βούτυρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φά’ λίου ένα ντόμακα, φά' λίου κϋρί
(φάε λίγη ντομάτα, φάε λίγο τυρί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κιργιάς τρώου τσι γουλτσιά τρώου σαλάτις τρώου τυρία τρώου απ’ ούλα
(κρέας τρώω, και γλυκά τρώω, σαλάτες τρώω, τυριά τρώω, απ’ όλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μες γαρσιλατίσκαν μες μο τα ψωμία, τα τυρία, τα μεζέδε
(μας προϋπαντούσαν με τα ψωμιά, τα τυριά, τους μεζέδες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ένα κομμάτ' ασ' το τυρί
(Ένα κομμάτι τυρί)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Κόφτου τυρί
(κόβω τυρί˙ πήζω τυρί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τυριού νερό
(το νερό του τυριού˙ το νερό που απομένει στο καζάνι αφού βγάλουν το τυρί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Φύλλου τζ̑υριού
(φύλλο τυριού˙ είδος τυρόπιτας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιαγλού τυρί
(παχύ τυρί˙ τυρί που παρασκευάζεται από γάλα από το οποίο δεν είχαν αφαιρέσει το πάχος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τυριού Τσ̑ερετσ̑ή
(του τυριού η Κυριακή˙ η Κυριακή της Τυροφάγου)
Μισθ., Τσαρικ.
-Κωστ.Μ.
Τζ̑υριού ντομάdα
(Εβδομάδα του τυριού˙ Εβδομάδα της Τυροφάγου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6