τυπώνω
(ρ.)
τυπώνω
[tiˈpono]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
Εν. γ'
τυπώει
[tiˈpoi]
Μισθ.
ντυπώνου
[diˈponu]
Μισθ.
τσ̑υπώνω
[tʃiˈpono]
Αραβαν., Γούρδ.
τσουπώνω
[tsuˈpono]
Τελμ.
Αόρ.
τύπουσα
[ˈtipusa]
Μαλακ.
τσούπουσα
[ˈtsupusa]
Σίλ.
Μεσν. ρ. τυπώνω το οπ. από το αρχ. ρ. τυπόω = σχηματίζω με πίεση, τυπώνω, δίνω σχήμα.
1. Μτβ., πλάθω ψωμί, αφού έχω χωρίσει τη ζύμη σε τεμάχια
ό.π.τ.
:
Τυπώνω το ζ̑υμάρι
(πλάθω ψωμί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντυπώνου ντου ζ̑υμάρ’ τσ̑ι σ̑άνου του ντυπάρια
(κόβω το ζυμάρι και το κάνω κομμάτια για πλάσιμο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Το μέγα ζ̑υμών', τ' άλλο τσ̑υπών'
(Το μεγάλο ζυμώνει, το άλλο πλάθει˙ από παιδικό παιχνίδι με τα δάχτυλα του ποδιού)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Ασμ.
Με τους πόνους εζύμωσα, με τα δάκρυα τσουπώνω, με τα βαρειά στενάγματα στο φούρνο τ’ απερρίφτω
(με τους πόνους ζυμώνω, με τα δάκρυα πλάθω, με τους βαριούς αναστεναγμούς στο φούρνο τα ρίχνω)
Καππ.
-Αινατζ.
2. Αμτβ., για ψωμί, μένω χαμηλά, δεν παίρνω ύψος, κάθομαι
Σίλ.
:
Ψωμί τσούπουσι, ρε φούσκουσι
(Το ψωμί έκατσε, δεν φούσκωσε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.