ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυπάρι (ουσ. ουδ.) τυπάρ’ [tiˈpar] Ανακ., Φερτάκ. ντυπάρια [diˈparʝa] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. τυπάριν. Ο τύπ. ντυπάρια με ηχηροπ. του αρκτικού [t] > [d].
Το τεμάχιο ζύμης από το οποίο φτιάχνεται το ψωμί ό.π.τ. : Ντυπώνου ντου ζ̑υμάρ’ τσ̑ι σ̑άνου του ντυπάρια (κόβω το ζυμάρι και το κάνω κομμάτια για πλάσιμο) Μισθ. -Κωστ.Μ.