τυπάρι
(ουσ. ουδ.)
τυπάρ’
[tiˈpar]
Ανακ., Φερτάκ.
ντυπάρια
[diˈparʝa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. τυπάριν. Ο τύπ. ντυπάρια με ηχηροπ. του αρκτικού [t] > [d].
Το τεμάχιο ζύμης από το οποίο φτιάχνεται το ψωμί
ό.π.τ.
:
Ντυπώνου ντου ζ̑υμάρ’ τσ̑ι σ̑άνου του ντυπάρια
(κόβω το ζυμάρι και το κάνω κομμάτια για πλάσιμο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.